ἀφορήτοις

ἀφορήτοις
ἀφόρητος
unendurable
masc/fem/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πληγή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιλαγά, Α 1. το αποτέλεσμα τού πλήττω με οποιοδήποτε μέσο ή όργανο, ιδίως με όπλο, τραύμα (α. «πληγή από σφαίρα» β. «πληγή από αμβλύ όργανο» γ. «πληγαῑς ἀφορήτοις σου καταξανθέντος τοῡ σώματος ὅλου τε», Μηναί δ. «πληγὰς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”